- πολύσκιος
- πολύσκιοςvery shadymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύσκιος — α, ο / πολύσκιος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει ή ρίχνει πολλή σκιά, πολύ σκιερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκιος (< σκιά), πρβλ. βαθύ σκιος] … Dictionary of Greek
πολύσκιος, -ια, -ιο — βαθύσκιος, σκιερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύσκιον — πολύσκιος very shady masc/fem acc sg πολύσκιος very shady neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσκίοις — πολύσκιος very shady masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσκια — πολύσκιος very shady neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek